τελεσίου

τελεσίου
τελέσιος
finishing
masc/fem/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Τελεσίου — Τελεσίας masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τελεσιάς — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Γλύπτης και χαλκουργός από την Αθήνα, που έζησε στο τέλος του 3ου αι. π.Χ. Αναφέρεται ως ο κατασκευαστής δύο περίφημων πλαστικών έργων της Τήνου από χαλκό που παριστάνουν τον Ποσειδώνα και την Αφροδίτη. 2. Μουσικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”